- ὑπαρκτίων
- ὑπάρκτιοςtowards the northmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπάρκτιος — ον, Α βόρειος («τῶν ὑπαρκτίων κλιμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄρκτιος «βόρειος»] … Dictionary of Greek